πασάλειμμα

πασάλειμμα
το
βλ. πασσάλειμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πασάλειμμα — το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πασαλείφω. 2. επάλειψη του προσώπου με καλλυντικά. 3. επιπόλαιη και ατελής μάθηση, ημιμάθεια: Πήρε ένα πασάλειμμα με ξένες γλώσσες και κάνει τη μορφωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεύρωμα — το [αλευρώνω] 1. πασπάλισμα με αλεύρι 2. άβαθη, επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα …   Dictionary of Greek

  • απασάλειφτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί ή πασαλειφθεί 2. καθαρός 3. εκείνος που δεν διαθέτει ούτε πασάλειμμα γνώσεων, που δεν έχει αποκτήσει ούτε επιφανειακές γνώσεις 4. ο αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

  • ημιμάθεια — η (Α ἡμιμάθεια) [ημιμαθής] έλλειψη εμβρίθειας και ακρίβειας τών γνώσεων, ατελής γνώση, ανεπάρκεια γνώσεων, κυρίως επιστημονικών, πασάλειμμα …   Dictionary of Greek

  • αλεύρωμα — το, ατος 1. πασπάλισμα με αλεύρι ή με άλλη σκόνη: Οι πίτες ήθελαν λίγο αλεύρωμα, πριν μπουν στο φούρνο. 2. επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα: Είχε βγάλει το δημοτικό κι είχε πάρει κάποιο αλεύρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βερνίκι — το (λ. λατ.) 1. ρευστό επίχρισμα με το οποίο αλείφουμε ξύλινες ή μετάλλινες ή δερμάτινες επιφάνειες για να τις προστατέψουμε από την επίδραση του αέρα: Το βερνίκι με το οποίο κάλυψες αυτήν την καρέκλα μυρίζει πολύ έντονα. 2. μτφ., η επιφανειακή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”